Περί ποιήσεως ο λόγος

Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε,
αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας.

Μανώλης Αναγνωστάκης
...Μία διαδικτυακή γωνιά που φιλοξενεί τις ποιητικές μας ανησυχίες...

Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

Γιώργος Σεφέρης: Τελευταίος σταθμός

Ο εξόριστος πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου στο μπαλκόνι της βίλας όπου φιλοξενείται
πριν την επιστροφή στην απελευθερωμένη Ελλάδα
Ο Γιώργος Σεφέρης, από τη θέση του διπλωματικού ακόλουθου της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης, μετά την εισβολή των γερμανικών δυνάμεων κατοχής το 1941, παρακολουθεί από κοντά τις πολιτικές εξελίξεις και μετουσιώνει ποιητικά το κλίμα φόβου, αγωνίας και ανασφάλειας που πλανάται, σαν βαριά σκιά, πάνω από την Ευρώπη. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ποιήματα, το τελευταίο της ποιητικής συλλογής "Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄", είναι ο "Τελευταίος σταθμός"(Cava dei Tirreni 5 Oκτωβρίου 1944). Σύμφωνα με τον Λίνο Πολίτη, πρόκειται για τον "τελευταίο σταθμό της εξορίας πριν από την επιστροφή και την απελευθέρωση στην πατρίδα". Το ειδυλλιακό τοπίο του ιταλικού χωριού προσλαμβάνει στο φεγγαρόφωτο αλλες διαστάσεις και γίνεται αφορμή, για να ξεδιπλωθούν οι μύχιες σκέψεις του ποιητή. 

Ο Γιώργος Σεφέρης διαβάζει τον "Τελευταίο σταθμό"


Τελευταίος σταθμός

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζειςόπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέραςκαι βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,5πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.Τώρα που κάθομαι άνεργος * και λογαριάζωλίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη·νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάσηή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε10σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπωνβαριά μια νάρκη.

Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλαόπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χαράξεισαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια15στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλοςήρθε η στιγμή της πλερωμής κι ακούγονταινομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι·σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του Σαλέρνοπίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη20μιας φθινοπωρινής μπόρας, το φεγγάριξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναντα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.
Σιωπές αγαπημένες της σελήνης. *
Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης, ένας τρόπος25ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείςδύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς, σε φίλοπου ξέφυγε κρυφά και φέρνειμαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,και βιάζεσαι ν’ ανοίξεις τη καρδιά σου30μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη τη Συρία·το κρατίδιοτης Κομμαγηνής που ’σβησε σαν το μικρό λυχνάριπολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας, *35και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνιακι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζεςχωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του Πρωτέα,ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,40καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβακακοφορμίζει την πληγή του καθενός μαςή αυτό που θα ’λεγες αλλιώς, νέμεση μοίραή μοναχά κακές συνήθειες, δόλο και απάτη, *45ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους·ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο·χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθοςμάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας50και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν·σαν έρθει ο θέρος55προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι·σαν έρθει ο θέροςάλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικόάλλοι μπερδεύουνται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν.Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,60σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τί θα τα κάνεις;Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.
Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.65Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψητου ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτειαδοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.Ίσως και να ’θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγωνξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει,70να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθωνν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο, και τον βλέπειςείτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες και νύχτες75είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές,ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουνετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείναπου ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάσηκι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν·80ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώνταςλεύγες και λεύγες·ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολέςείναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη85δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανήγιατί είναι αμίλητη και προχωράει·στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνομνησιπήμων πόνος*
Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης90που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείοίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνηπου έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας· «Στα σκοτεινάπηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε…»95Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.
Cava dei Tirreni5 Οκτωβρίου 1944

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...